ἀνάρτυτος

ἀνάρτυτος
ἀνάρτῡτος, ον,
A unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀ. βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάρτυτος — unseasoned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάρτυτος — η, ο (Α ἀνάρτυτος, ον) [αρτύω] (για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος νεοελλ. 1. (για φαγητό) νηστήσιμος 2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας …   Dictionary of Greek

  • ανάρτυτος — η, ο ακαρύκευτος, ανάλαδος· αυτός που δεν έφαγε φαγητά απαγορευόμενα στη νηστεία: Όλη τη Μ. Σαρακοστή την πέρασε ανάρτυτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναρτύτως — ἀνάρτυτος unseasoned adverbial ἀνάρτυτος unseasoned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάρτυτον — ἀνάρτυτος unseasoned masc/fem acc sg ἀνάρτυτος unseasoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναρτύτου — ἀνάρτυτος unseasoned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”